Growth Mindset: Η νοοτροπία ανάπτυξης που διαμορφώνει τη ζωή μας

Συντάκτης: Saky Koulibaly

Το πάθος για την πρόοδο του εαυτού και η πίστη σ’ αυτό (ή ιδιαίτερα) όταν τα πράγματα δεν πηγαίνουν καλά, αποτελεί ένδειξη της νοοτροπίας της ανάπτυξης ‘growth mindset’. Πρόκειται για έναν τρόπο σκέψης που επιτρέπει στους ανθρώπους να προκόβουν κατά τις πιο μεγάλες προκλήσεις της ζωής τους.

Η νοοτροπία ανάπτυξης αναλύεται στο βιβλίο: MindsetThe New Psychology of Success (απόδοση: «Νοοτροπία: η νέα ψυχολογία της επιτυχίας»), της ψυχολόγου Carol Dweck. Περισσότερα για αυτό διαβάστε στο άρθρο Οι δύο θεμελιακές νοοτροπίες που διαμορφώνουν τη ζωή μας.

Ασφαλώς, το παραπάνω σκεπτικό δεν συνιστά πρωτοπορία. Αν μη τι άλλο, είναι το λατρεμένο υλικό των βιβλίων αυτοβοήθειας και της κενής νοήματος κοινότοπης παρότρυνσης ότι «μπορείς να καταφέρεις τα πάντα». Το στοιχείο ωστόσο, που διαφοροποιεί τη δουλειά της Dweck είναι ότι τα συμπεράσματά της είναι ριζωμένα σε σχολαστική έρευνα του τρόπου με τον οποίον λειτουργεί ο νους- ιδιαίτερα ο αναπτυσσόμενος νους, αναγνωρίζοντας, όχι μόνον τα κομβικά κίνητρα των τρόπων σκέψης, αλλά και του τρόπου με τον οποίον αυτοί μπορούν ν’ αναπρογραμματιστούν.

Όπως ανακάλυψε η Dweck μαζί με την ομάδα της, οι άνθρωποι της παγιωμένης νοοτροπίας αντιμετωπίζουν το ρίσκο και την προσπάθεια ως πιθανούς προδότες των ανεπαρκειών τους, οι οποίοι θ’ αποκαλύψουν το γεγονός ότι με κάποιον τρόπο χωλαίνουν. Η σχέση όμως μεταξύ νοοτροπίας και προσπάθειας είναι αμφίδρομη.

«Δεν είναι ότι απλώς ορισμένοι άνθρωποι τυχαίνει ν’ αναγνωρίζουν την αξία της πρόκλησης και τη σημασία της προσπάθειας. Η έρευνα έχει αποδείξει ότι αυτά εκπηγάζουν απευθείας από την ‘growth mindset’. Όταν οι άνθρωποι διδάσκονται τη νοοτροπία της ανάπτυξης εστιάζοντας στην πρόοδο, τότε ακολουθούν και οι ιδέες σχετικά με την πρόκληση και την προσπάθεια.

Κατανοώντας τη νοοτροπία της στασιμότητας και εκείνη της ανάπτυξης συνειδητοποιεί κανείς πώς η μία οδηγεί στην άλλη, πώς μία πεποίθηση ότι οι ιδιότητες είναι απολιθωμένες οδηγεί σε πληθώρα σκέψεων και ενεργειών, και πώς η πεποίθηση ότι οι ιδιότητες καλλιεργούνται γεννά πλήθος άλλων σκέψεων και ενεργειών, οι οποίες καταλήγουν σε εντελώς διαφορετικό δρόμο».

[…]

Η νοοτροπία αλλάζει τα ζητούμενα για τα οποία οι άνθρωποι παλεύουν, καθώς και την αντίληψή τους περί επιτυχίας. Αλλάζει ο προσδιορισμός, η σημασία και ο αντίκτυπος της αποτυχίας. Μεταστρέφεται η βαθύτερη έννοια της προσπάθειας.

Growth Mindset: Η νοοτροπία ανάπτυξης που διαμορφώνει τη ζωή μας

Η Dweck παραθέτει μία δημοσκόπηση 143 ερευνητών δημιουργικότητας, οι οποίοι συγκλίνουν ως προς το νούμερο ένα χαρακτηριστικό που υποβαστάζει τη δημιουργική επίτευξη και αυτό είναι ακριβώς το είδος της ψυχολογικής ανθεκτικότητας και της επιμονής παρά την αποτυχία, η οποία αποδίδεται στην ‘growth mindset’. Διατυπώνει χαρακτηριστικά:

«Υιοθετώντας μία νοοτροπία, ο άνθρωπος μυείται σ’ έναν νέο κόσμο. Έναν κόσμο παγιωμένων χαρακτηριστικών- η επιτυχία αποτελεί απόδειξη της εξυπνάδας ή του ταλέντου. Της έγκρισης. Στον άλλον κόσμο-των μεταβαλλόμενων ιδιοτήτων-υπάρχει η διάνοιξη των ικανοτήτων μέσα από την μάθηση. Η ανάπτυξη του εαυτού. Στον πρώτο κόσμο, ως αποτυχία ορίζεται μία αναποδιά. Μία χαμηλή βαθμολογία, μία ήττα σε κάποιον αγώνα, μία απόλυση, μία απόρριψη. Αυτά σημαίνουν ότι κάποιος δεν είναι αρκετά έξυπνος ή προικισμένος.

Στον δεύτερο κόσμο, ως αποτυχία ορίζεται η απουσία ανάπτυξης. Η μη επιδίωξη των όσων ένας άνθρωπος εκτιμά. Αποτυχία σημαίνει να μην εκπληρώνεται η ενδελέχεια.

Για τον πρώτο κόσμο, η προσπάθεια αντιμετωπίζεται ως κάτι αρνητικό. Αυτή, όπως και η αποτυχία, σημαίνει ότι ο άνθρωπος υστερεί σε εξυπνάδα ή ταλέντο. Καθώς, αν κάποιος τα είχε αυτά, τότε δεν θα χρειαζόταν να προσπαθεί. Στον δεύτερο κόσμο, η προσπάθεια είναι που καθιστά τον άνθρωπο έξυπνο ή ταλαντούχο.

Η πιο εξέχουσα, ωστόσο, έρευνα της Dweck η οποία τροφοδοτεί σημερινές θεωρίες του λόγου για τον οποίον η παρουσία είναι σημαντικότερη από τον έπαινο κατά τη διδασκαλία των παιδιών για την καλλιέργεια μίας υγιούς σχέσης με την κατάκτηση, εξερευνά τον τρόπο δημιουργίας αυτών των τρόπων σκέψης. Όπως αποδεικνύεται, αυτοί διαμορφώνονται από νωρίς στη ζωή του ανθρώπου. Σε μία σπουδαία της έρευνα, η Dweck και οι συνεργάτες της προσφέρουν σε τετράχρονα παιδιά την εξής επιλογή: Έχουν να διαλέξουν είτε να ξαναφτιάξουν ένα εύκολο παζλ ή να δοκιμάσουν να φτιάξουν ένα νέο, δυσκολότερο. Ακόμη και παιδιά τόσο νεαρής ηλικίας υιοθέτησαν χαρακτηριστικά μίας από τις δύο νοοτροπίες: τα παιδιά με την παγιωμένη νοοτροπία επέλεξαν την ασφαλή εκδοχή, προτιμώντας το ευκολότερο παζλ με το οποίο θα επιβεβαίωναν την ήδη υπάρχουσα ικανότητά τους, εκφράζοντας στους ερευνητές την άποψή τους ότι τα έξυπνα παιδιά δεν κάνουν λάθη. Τα παιδιά της άλλης, της νοοτροπίας της ανάπτυξης απόρησαν εξ’ αρχής με την αλλόκοτη επιλογή να επαναλαμβάνεις το ίδιο πάζλ χωρίς να μαθαίνεις κάτι καινούργιο. Με άλλα λόγια, τα παιδιά της παγιωμένης νοοτροπίας ήθελαν να επιβεβαιωθούν προκειμένου να φαίνονται έξυπνα, ενώ τα παιδιά της νοοτροπίας της ανάπτυξης θέλησαν να διανοίξουν το μυαλό τους, καθώς ο δικός τους ορισμός για την επιτυχία ήταν να γίνεσαι εξυπνότερος.

Η Dweck παραθέτει την όμορφη σύλληψη της διαφοράς από ένα δωδεκάχρονο κορίτσι: «Νομίζω ότι για την εξυπνάδα πρέπει κάποιος να προσπαθεί, δεν είναι δοσμένη. Τα περισσότερα παιδιά δεν θα σηκώσουν το χέρι τους σε μία ερώτηση αν δεν είναι σίγουρα για την απάντηση. Συνήθως σηκώνω το χέρι μου, γιατί αν κάνω λάθος, τότε αυτό θα διορθωθεί. Η θα σηκώσω το χέρι για να ρωτήσω «πώς λύνεται κάτι τέτοιο;» ή «δεν καταλαβαίνω. Μπορείτε να με βοηθήσετε;» Έτσι απλά βελτιώνω την εξυπνάδα μου».

Τα δεδομένα απέκτησαν μεγαλύτερο ενδιαφέρον όταν η Dweck προσκάλεσε ανθρώπους στο εργαστήριό της στην Κολούμπια για την καταγραφή των εγκεφαλικών τους κυμάτων ώστε να μελετήσει τον τρόπο συμπεριφοράς του εγκεφάλου, καθώς οι συμμετέχοντες θα απαντούσαν σε δύσκολες ερωτήσεις και θα λάμβαναν ανατροφοδότηση.

Τα συμπεράσματα κατέδειξαν ότι οι άνθρωποι με παγιωμένη νοοτροπία ενδιαφέρονταν απλά για την ακρόαση της ανατροφοδότησης που αντανακλούσε απευθείας την τρέχουσα ικανότητά τους, ενώ απωθούσαν πληροφορίες που θα συντελούσαν στη μάθηση και τη βελτίωσή τους. Ακόμη δεν επέδειξαν κανένα ενδιαφέρον στην ακρόαση της σωστής απάντησης αφού είχαν κάνει λάθος, καθώς τις είχαν ήδη κατηγοριοποιήσει ως αποτυχίες. Στον αντίποδα, οι συμμετέχοντες που είχαν νοοτροπία της ανάπτυξης, επιδείκνυαν εστιασμένη προσοχή σε πληροφορίες ικανές να διευρύνουν τις υπάρχουσες γνώσεις τους και δεξιότητες, ανεξάρτητα από το αν είχαν απαντήσει ή όχι σωστά. Προτεραιότητά τους, με άλλα λόγια, ήταν η μάθηση, παρά η διττή παγίδα της επιτυχίας ή της αποτυχίας.

Growth Mindset: Η νοοτροπία ανάπτυξης που διαμορφώνει τη ζωή μας

Τα πορίσματα αυτά έχουν εξέχουσα σημασία στην εκπαίδευση και τον τρόπο με τον οποίον η κουλτούρα μας αξιολογεί την εξυπνάδα. Σε άλλη έρευνα με εκατοντάδες μαθητές, κυρίως εφήβους, η Dweck και οι συνεργάτες της διένειμαν σε καθέναν 10 σχετικά δύσκολα προβλήματα από ένα μη λεκτικό τεστ IQ. Στη συνέχεια, επαινούσαν τους μαθητές για την επίδοσή τους -οι περισσότεροι είχαν πάει αρκετά καλά. Οι έπαινοι ωστόσο ήταν δύο ειδών: ορισμένοι από τους μαθητές άκουσαν «πέτυχες x σωστά. Είναι ένα πολύ καλό αποτέλεσμα. Λογικά είσαι αρκετά έξυπνος», τη στιγμή που άλλοι μαθητές άκουσαν «βρήκες x σωστά. Πρέπει να δούλεψες σκληρά». Άλλοι λοιπόν έλαβαν έπαινο για την ικανότητά τους ενώ άλλοι για την προσπάθειά τους. Τ’ αποτελέσματα, στο σημείο αυτό, είναι απροσδόκητα και παράταιρα.

«Η ικανότητα για έπαινο ώθησε απευθείας τους μαθητές στην παγιωμένη νοοτροπία και εκδήλωσε, επιπλέον, όλα της τα στοιχεία: Όταν τούς προσφέραμε μία επιλογή, οι μαθητές απέρριψαν τη νέα πρόκληση από την οποία θα μπορούσαν να μάθουν. Δεν ήθελαν να κάνουν οτιδήποτε θα εξέθετε τα ελαττώματά τους και οτιδήποτε θα μπορούσε ν’ αμφισβητήσει το ταλέντο τους».

[…]

Όταν αντίθετα, αντικείμενο του επαίνου ήταν η προσπάθεια, το 90% ήθελε τη νέα πρόκληση, από την οποία θα μπορούσε να μάθει. Το πιο ενδιαφέρον σημείο ωστόσο, ήταν εκείνο που ακολούθησε: η Dweck και οι συνεργάτες της έδωσαν στους μαθητές ένα ακόλουθο σύνολο προβλημάτων, στα οποία δεν απέδωσαν τόσο καλά. Έξαφνα, τα παιδιά που είχαν επαινεθεί για την ικανότητά τους πίστεψαν ότι δεν ήταν καθόλου έξυπνα ή προικισμένα. Η Dweck διατυπώνει αιχμηρά:

«Αν η επιτυχία σήμαινε ότι ήταν έξυπνοι, τότε το λιγότερο της επιτυχίας σήμαινε πως ήταν ανεπαρκείς».

Για τα παιδιά όμως που άκουσαν επαίνους για την προσπάθειά τους, η δυσκολία συνιστούσε απλώς ένδειξη της ανάγκης για μεγαλύτερη προσπάθεια, όχι δείγμα ή αντανάκλαση της χαμηλής τους ευφυΐας. Το σημαντικότερο ίσως είναι ότι οι δύο τρόποι σκέψης επέδρασαν και στο βαθμό ικανοποίησης των παιδιών: όλα τους χάρηκαν με την πρώτη αλληλουχία των ερωτημάτων, στα οποία τα περισσότερα απάντησαν σωστά, όμως καθώς η δυσκολία κλιμακωνόταν, τα παιδιά που είχαν επαινεθεί για την ικανότητά τους έπαψαν να διασκεδάζουν, ενώ τα παιδιά που επαινέθηκαν για την προσπάθεια, όχι μόνο εξακολουθούσαν να χαίρονται με τα ερωτήματα, αλλά επιπλέον δήλωσαν ότι όσο πιο απαιτητικά, τόσο πιο διασκεδαστικά ήταν. Επίσης, η δεύτερη ομάδα σημείωσε αξιόλογη βελτίωση στην επίδοση με την κλιμάκωση της δυσκολίας των προβλημάτων, ενώ η πρώτη συνέχιζε σταδιακά να χειροτερεύει, λες και η νοοτροπία επιτυχία-αποτυχία τα αποθάρρυνε.

Αναλόγως τη σκοπιά, κατάσταση βελτιώνεται ή επιδεινώνεται: το πιο δυσάρεστο συμπέρασμα προέκυψε αφού είχαν συμπληρωθεί οι ερωτήσεις του IQ, όταν οι ερευνητές ζήτησαν από τα παιδιά να γράψουν ένα προσωπικό γράμμα προς τους συμμαθητές τους, στο οποίο θα τούς περιέγραφαν την εμπειρία τους, συμπεριλαμβανομένης και της αναφοράς του βαθμού τους από τη λύση των προβλημάτων. Προς συντριβή της η Dweck, συνειδητοποίησε ότι το πιο τοξικό υποπροϊόν της παγιωμένης νοοτροπίας ήταν η ανεντιμότητα: το 40% των παιδιών που επαινέθηκαν για την ικανότητά τους είπε ψέματα σχετικά με τον βαθμό, ανεβάζοντάς τον ώστε να φαίνονται πετυχημένα.

Εκφράζει το εξής παράπονο:

«Στην ‘fixed mindset’ τα ελαττώματα θεωρούνται επαίσχυντα-ιδιαίτερα αν τα παιδιά θεωρούνται ταλαντούχα και συνεπώς, τ’ αποκρύπτει με ψέματα. Το πιο ανησυχητικό είναι ίσως ότι πήραμε κανονικά παιδιά τα οποία κάναμε ψεύτες, απλά λέγοντάς τους ότι είναι έξυπνα».

To παραπάνω καταδεικνύει τη θεμελιώδη διαφορά ανάμεσα στις δύο νοοτροπίες. Για τους ανθρώπους της ‘growth mindset’ «ως προσωπική επιτυχία ορίζεται η μεγαλύτερη δυνατή προσπάθεια ώστε να γίνεις η καλύτερη εκδοχή του εαυτού σου», ενώ για εκείνους της ‘fixed mindset’ η επιτυχία είναι η καθιέρωση της ολοκάθαρης, ρητής ανωτερότητας, το να είσαι ο ένας που αξίζει περισσότερο από τους υπόλοιπους». Για τους ανθρώπους της δεύτερης κατηγορίας, οι κακοτοπιές είναι καταδικαστικές και χαρακτηριστικές. Για τους ανθρώπους της πρώτης κατηγορίας όμως αυτές είναι κινητήρια και διδακτικά ερεθίσματα-μία αφύπνιση».

Πηγή: Brainpickings (άρθρο της: Maria Popova)

Συντάκτης: Saky Koulibaly,

Influence:

Αρθρογράφος του flowmagazine.gr.